Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η προσωπικότητα

  • 1 προσωπικότητα

    [просопикотита] ουσ. Θ. личность,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσωπικότητα

  • 2 особа

    θ.
    1. πρόσωπο, προσωπικότητα, φυσιογνωμία υποκείμενο•

    важная особа ειρν. σοβαρό πρόσωπο•

    высочайшая особа υψηλή προσωπικότητα•

    коронованная особа ο εστεμμένος (ο βασιλιάς)•

    особа короля η προσωπικότητα του βασιλιά•

    подозрительная особа ύποπτο πρόσωπο•

    неиз-встная особа άγνωστο πρόσωπο•

    духовная особа κληρικός•

    особа женского пола πρόσωπο του γυναικείου φύλου.

    2. (παλ. κ. ειρν.) πρόσωπο, προσωπικότητα.
    3. πρόσωπο του γυναικείου φύλου, γυναίκα•

    вздорная особа κουτή γυναίκα.

    εκφρ.
    своей собственной -ой – ο ίδιος προσωπικά.

    Большой русско-греческий словарь > особа

  • 3 личность

    личность ж η προσωπικότητα
    * * *
    ж
    η προσωπικότητα

    Русско-греческий словарь > личность

  • 4 деятель

    деятель
    м ὁ παράγοντας, ὁ παράγων, ἡ προσωπικότητα [-ης]:
    государственный \деятель ὁ κρατικός παράγων, ὁ πολιτικός ἀνήρ· политический \деятель ὁ πολιτικός παράγων, ὁ πολιτευόμενος, ὁ πολιτευτής· общественный \деятель ἡ προσωπικότητα [-ης], ὁ κοινωνικός παράγων заслуженный \деятель искусств ὁ διακεκριμμένος καλλιτέχνης.

    Русско-новогреческий словарь > деятель

  • 5 личность

    θ.
    1. προσωπικότητα• πρόσωπο, άνθρωπος, άτομο•

    роль -и в истории ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία•

    уважение к чужой -и σεβασμός σε ξένο (άγνωστο) πρόσωπο•

    литературная личность λογοτεχνική προσωπικότητα•

    благородная личность ευγενικός άνθρωπος.

    2. πλθ.παλ. τα προσωπικά, διενέξεις, προστριβές.
    3. πρόσωπο•

    бледная личность (απλ.) χλωμό πρόσωπο.

    Большой русско-греческий словарь > личность

  • 6 обезличить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обезличенный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εξουθενώνω, σβήνω την οντότητα, την προσωπικότητα.
    2. καθιστώ απρόσωπον, ανεύθυνον•

    обезличить руководство καθιστώ απρόσωπη την καθοδήγηση.

    1. χάνομαι, σβήνομαι σαν προσωπικότητα, οντότητα.
    2. καθίσταμαι, γίνομαι απρόσωπος, ανεύθυνος.

    Большой русско-греческий словарь > обезличить

  • 7 человек

    α., πλθ. люди κ. παλ. чело-веки α. στις πλάγιες πτώσεις πλθ. человек, человекам, человеками, о человеках.
    1. άνθρωπος• πρόσωπο• άτομο• προσωπικότητα•

    добрый человек καλός (αγαθός) άνθρωπος•

    злой человек κακός άνθρωπος•

    человек военный ο στρατιωτικός•

    молодой человек ο νεολαίος•

    умный человек έξυπνος άνθρωπος•

    высокий (рослый) человек ψηλός άνθρωπος•

    знатный человек επιφανής προσωπικότητα•

    на этом бале было более ста человек σ αυτόν το χορό ήταν πάνω από εκατό άτομα•

    заплатить по три рубля с -а πληρώνω από τρία ρούβλια το άτομο•

    в семье человек семь человек η οικογένεια έχει εφτά μέλη (άτομα).

    2. παλ. υπηρέτης, υπάλληλος•

    он нанял себе -а αυτός προσέλαβε υπηρέτη.

    Большой русско-греческий словарь > человек

  • 8 индивидуальность

    η ατομικότητα, η προσωπικότητα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индивидуальность

  • 9 безликий

    безликий
    прил ἀπρόσωπος, ἀμορφος, χωρίς προσωπικότητα.

    Русско-новогреческий словарь > безликий

  • 10 важный

    важный
    прил
    1. (имеющий большое значение) σπουδαίος, σημαντικός:
    \важныйое открытие ἡ σπουδαία ἀνακάλυψη (или ἐφεύρεση); особо \важныйый βαρυσήμαντος, ἐξαιρετικά σπουδαίος;
    2. (высокопоставленный) σπουδαίος, μεγάλη προσωπικότητα:
    \важныйая ши́шка разг, ирон. σπουδαίο πρόσωπο, μέγας καί πολύς;
    3. (высокомерный) ὑπεροπτικός, ἐπαρμένος:
    ходить с \важныйым видом κορδώνομαι, κομπάζω, κάνω τό σπουδαίο.

    Русско-новогреческий словарь > важный

  • 11 величина

    величин||а
    ж
    1. τό μέγεθος/ ἡ ἔκ-ταση [-ις] (протяженность)! οἱ διαστάσεις (размеры):
    в натуральную \величинау́ σέ φυσικό μέγεθος·
    2. мат ἡ ποσότητα, τό ποσό[ν]:
    неизвестная \величина ὁ ἀγνωστος, ἡ ἄγνωστη ποσότητα· постоянная \величина ἡ σταθερά· бесконечно малая \величина τό ἀπειροελάχιστο[ν] μέγεθος·
    3. черен, (о человеке) ἡ ἐξοχό-τητα, ἡ προσωπικότητα:
    кру́пная \величина в нау́ке διαπρεπής ἐπιστήμονας.

    Русско-новогреческий словарь > величина

  • 12 высокопоставленный:

    высокопоставленный:
    \высокопоставленный:ое лицо́ ἡ ὑψηλή προσωπικότητα, ὁ ἀξιωματούχος.

    Русско-новогреческий словарь > высокопоставленный:

  • 13 лицо

    лиц||о
    с
    1. τό πρόσωπο[ν], ἡ φυσιογνωμία, τό μοῦτρο:
    черты \лицоа τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·
    2. (лицевая сторона) ἡ καλή τοῦ ὑφάσματος (ткани)/ ἡ πρόσοψη [-ις] (здания)·
    3. (человек) τό πρόσωπο[ν], τό ἄτομο[ν], ὁ ἄνθρω-πος:
    главное действующее \лицо τό κύριον πρόσωπον, ὁ πρωταγωνιστής· юридическое \лицо τό νομικόν πρόσωπον важное \лицо ἡ προσωπικότητα [-ης], τό σπουδαίο πρόσωπο· невзирая на лица ἀνεξάρτητα ἀπό πρόσωπα, ἀμερόληπτα· перемещенные лица οἱ ἐκτοπισμένοι, οἱ ἐκτοπισθέντες·
    4. грам. τό πρόσωπον ◊ перед \лицоо́м чего-л. μπροστά σέ· зиать кого-л. в \лицо γνωρίζω κάποιον ἐξ ὀψεως· показать товар \лицоо́м δείχνω κάτι ἀπό τήν καλή· это вам к \лицоу́ αὐτό σᾶς πάει· стереть что́-л. с \лицоа земли κάνω κάτι νά ἐξαφανιστεί ἀπ· τό πρόσωπο τής γής· смотреть в \лицо опасности ἀντιμετωπίζω τόν κίνδυνον κατά πρόσωπον \лицоо́м в грязь не ударить νά μή ντροπιαστούμε, νά βγούμε ἀσπροπρόσωποι· сказать в \лицо кому-л. λέω κατάμουτρα

    Русско-новогреческий словарь > лицо

  • 14 незаурядный

    незаурядный
    прил σπάνιος, ἐξαιρετικός, ἐξαίρετος:
    \незаурядныйая личность ἡ ἐξαιρετική προσωπικότητα· \незаурядныйые способности ἐξαιρετικές Ικανότητες.

    Русско-новогреческий словарь > незаурядный

  • 15 личность

    [λίτσναστ'] ουσ. θ. προσωπικότητα

    Русско-греческий новый словарь > личность

  • 16 личность

    [λίτσναστ'] ουσ θ προσωπικότητα

    Русско-эллинский словарь > личность

  • 17 аудиенция

    θ.
    ακρόαση (σε μεγάλη προσωπικότητα).

    Большой русско-греческий словарь > аудиенция

  • 18 звезда

    -ы, πλθ. звзды θ.
    αστέρι, άστρο, αστέρας•

    падающая звезда διάττοντας αστέρας, αστροβολίδα, πεφτάστρι;•

    неподвижная απλανής αστέρας•

    полярная звезда πολικός αστέρας•

    утренняя звезда ο αυγερινός•

    вечерняя звезда ο αποσπερίτης•

    небо, усеянное -ами ουρανός αστερόεις.

    || κάθε τι πού έχει σχήμα αστεριού•

    пя-тикончная звезда το πεντάλφα•

    маршальская звезда το στραταρχικό αστέρι (παράσημο).

    || προσωπικότητα•

    звезда любви άστρο της αγάπης.

    || άσπρο σημάδι στο μέτωπο αλόγου•

    конь с белой -ой на лбу αστεράτο άλογο (μπάλης).

    εκφρ.
    морская звезда – το εχινόδερμο, αστερίας•
    до -ы – ως το βράδυ, ώσπου να βγουν τ αστέρια•
    - ы с нба хватает – πιάνει πουλιά στον αέρα (ικανότατος)•
    он родился под счастливой -ой – αυτός είναι σαββατογεννημένος (τον πάει η τύχη)•
    - экрана – αστέρι του κινηματογράφου•
    счш?ать -ы – μετρώ τ άστρα (χάσκω)•
    звезда падучаяπαλ. μετέωρο.

    Большой русско-греческий словарь > звезда

  • 19 личный

    επ.
    1. ατομικός, προσωπικός•

    -ая собственность ατομική ιδιοκτησία•

    -ое оружие το ατομικό όπλο (του στρατιώτη)•

    -ая охрана η προσωπική φρουρά•

    -ое мнение προσωπική γνώμη•

    -ые недостатки προσωπικές αδυναμίες•

    предметы -ого потребления αντικείμενα ατομικής χρήσης•

    -ые права граждан τα δικαιώματα του πολίτη•

    это моё -ое дело αυτό είναι δική μου δουλειά (υπόθεση)•

    -ое оскорбление προσωπική προσβολή•

    -ая заинтересованность προσωπικό ενδιαφέρο.

    ουσ. ουδ. -ое το προσωπικό, το ατομικό, το μοναχικό, του εαυτού.
    2. (γραμμ.) προσωπικός•

    -ое местоимение προσωπική αντωνυμία.

    εκφρ.
    личный почётный гражданинπαλ. έντιμος πολίτης (τίτλος)•
    - дворянин – προσωπικότητα ανακηρυγμένη σε ευγενή•
    - ое дело – ατομικός φάκελλος•
    личный состав – το προοωπιν.ό.

    Большой русско-греческий словарь > личный

  • 20 обезличенный

    επ. από μτχ.
    1. χωρίς ατομικότητα, οντότητα, προσωπικότητα. || παλ. τιποτένιος, μηδαμηνός.
    2. απρόσωπος, ανεύθυνος.

    Большой русско-греческий словарь > обезличенный

См. также в других словарях:

  • προσωπικότητα — Στον καθημερινό λόγο, ο όρος προσωπικότητα καλύπτει διάφορες και ασαφείς έννοιες, οι οποίες αναφέρονται αποκλειστικά στον άνθρωπο. Οπωσδήποτε όμως της αποδίδονται κυρίως θετικές αξίες, όπως, για παράδειγμα, στις εκφράσεις: μία π. ή έχει π. Αλλά… …   Dictionary of Greek

  • προσωπικότητα — η 1. η πνευματική και ψυχική οντότητα του ατόμου, αλλ. ατομικότητα: Άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα (δηλ. χωρίς θέληση ισχυρή, χωρίς σκέψη δική του). 2. άνθρωπος σπουδαίος, αυθεντία: Πολιτικές προσωπικότητες απ όλο τον κόσμο πήραν μέρος στη διάσκεψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»